μάτταβος

μάτταβος
μάτταβος
Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ μωρός. ματτάβης ἀπορῶν. ματταβεῖ περιβλέπει, ἀδημονεῖ. ματταβο\<\>μενος μέλλων καὶ ἀποκνῶν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Popular word with slighting β-Suffix (Chantraine Form. 261 f., Specht Ursprung 264); after Chantr. to μάτη with expressive gemination. It may well be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,185

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάτταβος — μάτταβος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας προφορικής γλώσσας με επίθημα βος (πρβλ. κάννα βος, σκόλυ βος), πιθ. από μάτη,με εκφραστικό διπλασιασμό τού τ ] …   Dictionary of Greek

  • ματτάβης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπορῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάτταβος, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • ματταβεί — ματταβεῑ (Α) [μάτταβος] (κατά τον Ησύχ.) «περιβλέπει, ἀδημονεῑ» …   Dictionary of Greek

  • ματταβούμενος — (Α) [μάτταβος] (κατά τον Ησύχ.) «μέλλων καὶ ἀποκνῶν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”